- καταδέρκομαι
- καταδέρκομαι1 behold c. acc.
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φίλοισι γὰρ φίλος ἐλθὼν ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καταδέρκομαι — (Α) βλέπω από ψηλά, αγναντεύω («ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
καταδέρκομαι — look down upon pres ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέδρακεν — καταδέρκομαι look down upon aor ind act 3rd sg καταδέρκομαι look down upon aor ind pass 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδερκομένοιο — καταδέρκομαι look down upon pres part mid masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδερχθῆναι — καταδέρκομαι look down upon aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέρκεαι — καταδέρκομαι look down upon pres ind mid 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδέρκεται — καταδέρκομαι look down upon pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
καταδερκομέναν — καταδερκομένᾱν , καταδέρκομαι look down upon pres part mid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)